κατρακύλα

κατρακύλα
η
1. κατρακύλημα, κουτρουβάλημα
2. τόπος κατάλληλος για κατολίσθηση ογκολίθων
3. οικονομικός ή ηθικός ξεπεσμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατρακυλώ υποχωρητικά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ευαποκύλιστος — εὐαποκύλιστος, ον (Α) αυτός που αποκυλίεται εύκολα, αυτός που κατρακυλά εύκολα («εὐαποκυλίστου περιφερείας», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο κυλίω] …   Dictionary of Greek

  • κατρακυλώ — άω 1. κυλιέμαι προς τα κάτω, κατέρχομαι γλιστρώντας ή με αλλεπάλληλες ανατροπές (α. «κατρακύλησε από τη σκάλα» β. «το αυτοκίνητο κατρακύλησε στον γκρεμό») 2. (για νερό) χύνομαι 3. κάνω κάποιον να κυλήσει γρήγορα προς τα κάτω, μετακινώ κάποιον ή… …   Dictionary of Greek

  • κατρακύλι — το 1. όργανο, κύλινδρος ή μικρός τροχός, που χρησιμεύει για να διευκολύνει το κύλισμα βαριών αντικειμένων 2. τόπος κατάλληλος για κατολίσθηση ογκολίθων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατρακυλώ ή < κατρακύλα με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • υποχωρητικός — ή, ό / ὑποχωρητικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑποχωρῶ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υποχώρηση 2. συγκαταβατικός, συμβιβαστικός («τὸ μὴ ἰταμὸν ἡμῶν... ἀλλ ὑποχωρητικόν τε καὶ μέτριον», Γρηγ. Νύσσ.) 3. φρ. «υποχωρητικός σχηματισμός» η παραγωγή μιας λέξης …   Dictionary of Greek

  • κατρακύλι — κατρακύλι, το και κατρακύλα, η τόπος κατάλληλος για κύλισμα προς τα κάτω, κατρακύλημα: Στον κατήφορο έπαθε τέτοιο κατρακύλι που θα το θυμάται για πάντα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαλάγγι — το 1. είδος δηλητηριώδους αράχνης, σφαλάγγι, ρωγαλίδα: Τον δάγκωσε φαλάγγι. 2. (ναυτ.), καθένα από τα δοκάρια που τοποθετούνται εγκάρσια στη σκάρα της ναυπηγικής κλίνης. 3. καθένα από τα στρογγυλά δοκάρια (από κορμούς δέντρων) που τοποθετούνται… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”